- αταρπός
- ἀταρπός, η (Α)βλ. ατραπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀταρπός — ἀτραπός fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek
trep-1 — trep 1 English meaning: to trample, tread Deutsche Übersetzung: “trippeln, trampeln, treten” Material: O.Ind. tr̥prá , tr̥pála “hasty, unstet”? (probably from “trippelnd”); afghO.N. drabǝl “jiggle, shake, herabdrũcken”; Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary